- αποτιμητικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με την αποτίμηση2. το θηλ. ως ουσ. η αποτιμητικήεπιστημονικός κλάδος της οικονομικής των επιχειρήσεων που ασχολείται με τις μεθόδους χρηματικής εκτίμησης των οικονομικών αγαθών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.